λεμφοκύτταρα

λεμφοκύτταρα
Είδος λευκών αιμοσφαιρίων στα σπονδυλωτά ζώα (και στον άνθρωπο). Αποτελούν το 25-33% των λευκών αιμοσφαιρίων στο αίμα των ενηλίκων. Η λειτουργία τους είναι η ανοσία και η καταστροφή μικροβίων και ιών που προσβάλλουν τον οργανισμό. Το σχήμα τους είναι σφαιρικό. Περιέχουν έναν ωοειδή πυρήνα, ο οποίος περιβάλλεται από κυτόπλασμα, πλούσιο σε ριβοσωμάτια. Τα λ., ανάλογα με τη διάμετρό τους, διακρίνονται σε μικρά, μεγάλα και μεσαία. Κύτταρα του μικρού τύπου αποτελούν το 95% του συνολικού αριθμού τους. Τα λ. δεν διαιρούνται με μίτωση, σε αντίθεση με τα κύτταρα του μεγάλου και μεσαίου τύπου. Με την επίδραση όμως φυτοαιμοσυγκολλητίνης, τα μικρά λ. μετατρέπονται σε μεγάλα και μεσαία, μπαίνουν στον μιτωτικό κύκλο και διαιρούνται. Τα περισσότερα από τα μικρά είναι μακρόβια, κυκλοφορούν ανάμεσα στη λέμφο (βλ. λ.) και στο αίμα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, εξυπηρετούν τον άνθρωπο για όλη του τη ζωή. Οι βραχύβιες μορφές των λ. έχουν διάρκεια ζωής από 3 έως 6 μέρες. Στα θηλαστικά και στον άνθρωπο, λ. σχηματίζονται στον λεμφοειδή ιστό, δηλαδή στον θύμο αδένα, στα λεμφοζίδια, στη σπλήνα, στον μυελό των οστών (μόνο τα βραχύβια) και σε μάζες λεμφικού ιστού. Τα λ. των ενήλικων θηλαστικών, αναπτύσσονται από τα αιμοποιητικά βλαστικά κύτταρα, των οποίων τα θυγατρικά κύτταρα πολλαπλασιάζονται πρώτα στον θύμο και μετά μετακινούνται στα λεμφοζίδια όπου και πολλαπλασιάζονται εκ νέου. Τα λ. διακρίνονται σε Β και Τ, ανάλογα με το όργανο παραγωγής τους και τη λειτουργία τους. Τα Β λ. προέρχονται από τον μυελό των οστών, παρασκευάζουν αντισώματα και γενικά συσχετίζονται με τη χυμική ανοσία. Τα Τ λ. παράγονται στον θύμο αδένα και γενικά συσχετίζονται με την κυτταρική ανοσία, καθώς πυροδοτούν άλλα κύτταρα, όπως τα μακροφάγα, να αντιδράσουν στο αντιγόνο. Διακρίνονται σε υποομάδες, όπως Τ βοηθοί, καταστολείς κλπ. Οι κύριες λειτουργίες των λ. είναι η αιμοποιητική και η ανοσολογική. Η καταστροφή των λ. επιτυγχάνεται με ιονίζουσα ακτινοβολία, αντιλεμφικό ορό, ανοσοκατασταλτικά φάρμακα και αναστέλλει την ανοσολογική αντίδραση του σώματος. Η διαδικασία αυτή χρησιμοποιείται ως θεραπευτική, για παράδειγμα στη μεταμόσχευση ιστών και οργάνων. Αναπαράσταση των λεμφικών αγγείων (κίτρινα), αρτηριακών (κόκκινα) και φλεβικών (μπλε). Λεμφοζίδιο με λεμφοκύτταρα και βλαστικό κέντρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Β-λεμφοκύτταρα — Στη βιολογία, έτσι ονομάζονται τα λεμφοκύτταρα που δεν έχουν περάσει από τον θύμο αδένα κατά τη διαδρομή τους προς τους ιστούς. Οφείλουν την ονομασία τους στο λεμφοειδές όργανο που απαντάται στα κοτόπουλα, την αποκαλούμενη βούρτσα του Φαμπρικίου …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • μείζον σύμπλεγμα ιστοσυμβατότητας — Σύνολο γονιδίων, τα οποία κωδικοποιούν για επιφανειακές πρωτεΐνες του κυττάρου και σχετίζονται με την αποδοχή ή απόρριψη των μοσχευμάτων. Είναι γνωστά με τα αρχικά MHC. Η κύρια λειτουργία των μορίων MHC περιλαμβάνει τη διάκριση μεταξύ εαυτών και… …   Dictionary of Greek

  • λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… …   Dictionary of Greek

  • βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… …   Dictionary of Greek

  • Έιτζ — (AIDS, αγγλ. αρκτικόλεξο των λέξεων Acquired Immune Deficiency Syndrome). Η διεθνής ονομασία που επικράτησε για το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας, λοιμώδη νόσο που προκαλείται από τον ιό HIV (HIV 1HIV 2), ο οποίος προσβάλλει τα… …   Dictionary of Greek

  • λευκοκύτταρα — Τύπος κυττάρων του αίματος των ζώων και των ανθρώπων. Ονομάζονται και λευκά αιμοσφαίρια. Τα λ., μαζί με τα ερυθροκύτταρα και τα αιμοπετάλια, αποτελούν τα έμμορφα συστατικά του αίματος. Σχηματίζονται στον μυελό των οστών από πολυδύναμα… …   Dictionary of Greek

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • ιντερλευκίνες — Ομάδα πρωτεϊνών που ανήκουν στις κυτταροκίνες, δηλαδή στη μεγάλη κατηγορία διαλυτών μορίων που είναι υπεύθυνα για την επικοινωνία των κυττάρων κατά τη διάρκεια των ανοσοποιητικών αποκρίσεων. Συμβολίζονται ως IL· μέχρι σήμερα έχουν βρεθεί… …   Dictionary of Greek

  • θυμοανεξάρτητος — η, ο βιολ. όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα ανοσολογικό φαινόμενο το οποίο δεν εξαρτάται από τα λεμφοκύτταρα Τ ή δεν περιλαμβάνει την παρεμβολή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, προβλ. γαλλ. thymo independant < thymo (πρβλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”